- βριαρότης
- βρῐᾰρότης, ητος, ἡ,A strength, might, Eust.1289.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βριαρότης — βριαρότης, η (Μ) [βριαρός] στιβαρότητα, δύναμη … Dictionary of Greek
βριαρότητα — βριαρότης strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)